- παλιόσπιτο
- το старый дом, развалина, лачуга, халупа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλιόσπιτο — το 1. παλιό ή μικρής αξίας σπίτι: Ένα παλιόσπιτο ήταν το μόνο καταφύγιο (Ψυχάρης). 2. μτφ., οίκος ανοχής, πορνείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιόσπιτο — το (Μ παλαιόσπιτον) παλιό και φθαρμένο σπίτι νεοελλ. 1. σπίτι μικρής αξίας 2. οίκος ανοχής, πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + σπίτι] … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλαιόσπιτον — παλαιόσπιτον, τὸ (Μ) βλ. παλιόσπιτο … Dictionary of Greek